λύκιος

λύκιος
I
Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Γιος του Λυκάονα, βασιλιάς της Αρκαδίας.
2. Γιος του Ηρακλή και της Θεσπιάδας Toξικράτης.
3. Γιος του Κλείνιου από τη Μεσοποταμία. Παραβίασε εντολές του Απόλλωνα και μεταμορφώθηκε σε κοράκι.
II
(5ος αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης από τη Βοιωτία. Ήταν γιος του Μύρωνα και μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του. Ο Παυσανίας και ο Πλίνιος μνημονεύουν πολλά έργα του, που εκτέθηκαν στην Αττική.
* * *
-α, -ο (Α λύκιος, -ία, -ον) [Λυκία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή προέρχεται από τη Λυκία
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύκιος, η Λυκία
ο, η κάτοικος τής Λυκίας, αρχαίας χώρας στο νότιο τμήμα τής Μικράς Ασίας, μεταξύ τής Καρίας και τής Παμφυλίας
3. το ουδ. ως ουσ. το λύκιο(ν)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σολανίδες
αρχ.
1. αφέψημα από αυτό το φυτό
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κολοιού»
3. φρ. «λύκιον τὸ ἰνδικόν» — το φυτό λογχίτις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λύκιος — the Lycians masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκειος ή Λύκιος — Προσωνυμία του Απόλλωνα ως θεού του φωτός στο Άργος, στην Αθήνα, στην Επίδαυρο, στα Μέγαρα, στη Λακωνία κ.α. Αργότερα, η επωνυμία αυτή σχετίστηκε με τον λύκο, επειδή ο Απόλλων είχε μεταμορφωθεί στο ζώο αυτό τόσο όταν κυνηγούσε τους Τελχίνες όσο… …   Dictionary of Greek

  • Λύκιον — Λύκιος the Lycians masc acc sg Λύκιος the Lycians neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκίη — Λύκιος the Lycians fem nom/voc sg (epic ionic) Λυκία from Lycia fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκίην — Λύκιος the Lycians fem acc sg (epic ionic) Λυκία from Lycia fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκίης — Λύκιος the Lycians fem gen sg (epic ionic) Λυκία from Lycia fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκίοιο — Λύκιος the Lycians masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκίου — Λύκιος the Lycians masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκίῃ — Λύκιος the Lycians fem dat sg (epic ionic) Λυκία from Lycia fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκίῳ — Λύκιος the Lycians masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”